-
1 πόνος
πόνος, ὁ, Arbeit; bes. mühsame, ermattende Anstrengung, auch Drangsal, Noth, bes. des Kampfes; Aristarch. erkl. überall bei Hom. ἔργον, bes. ἔργον πολεμικόν, vgl. Schol. zu Il. 5, 667. 6, 72. 13, 2; μάχης, Il. 16, 568; auch allein πόνος = μάχη, 6, 77. 12, 348. 356. 13, 344. 17, 158 Od. 12, 117 u. sonst; πόνον ἔχειν = μάχεσϑαι, Il. 6, 525; καὶ ὀϊζύν, 13, 2. 15, 416; Hes. Sc. 305. 310; u. so ist auch zu nehmen ὥς κε ἀναπνεύσωσι πόνοιο, Il. 15, 235, πότε κέν τις ἀναπνεύσειε πόνοιο, 19, 227, u. πᾶσι δ' ἔϑηκε πόνον, 21, 525, obwohl es hier u. in andern Stellen mehr »Kummer und Noth« bedeutet; ἄνευϑε πόνου καὶ ἀνίης, Od. 7, 192; πόνον τιϑέναι τινί, Einem Noth, Drangsal bereiten, Hes. O. 472; Pind. παῠροι ἐν πόνῳ πιστοί, N. 10, 78, u. oft in der Bdtg Unglück, Mühsal; er nennt den Fischfang εἰνάλιος πόνος, P. 2, 79; πέπρακται τοὔργον οὐ μακρῷ πόνῳ, Aesch. Prom. 75; πόνον παρέχειν τινί, Einem Noth machen, Pers. 319; u. oft für Noth, Leiden, σῶν ὑπερστένω πόνων Prom. 66, τῶνδέ σ' ἐκλῠσαι πόνων 326, u. oft in diesem Stücke; πόνος περισσός ἐστι τἀν Ἅιδου σέβειν, Soph. Ant. 776; πόνος πόνῳ πόνον φέρει, Ai. 853; ὃς τόνδε κἄμ' ἔσωσας ἐκ πολλῶν πόνων, aus vielem Mühsal, Leid, El. 1348; Herakles sagt ὅσους πονήσας καὶ διεξελϑὼν πόνους, Phil. 1405; τὸ ζῆν μὴ καλῶς, μέγας πόνος, Eur. Hec. 378, u. oft; πόνον πολὺν ἔχει τοῦτο, Ar. Pax 1182; πόνους ἔχειν διά τινα, Eccl. 975. – Kampfmühe, Her. 6, 114. 8, 89; ἔνϑα δὴ πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ πρόκειται, Plat. Phaedr. 247 b; καὶ κίνδυνοι, Alc. II, 142 b; πολὺν ἔχουσαι πόνον, viel Noth habend, Phaedr. 248 b; μετὰ πολλοῦ πόνου, Soph. 230 a; ἀναλίσκων καὶ χρήματα καὶ πόνους καὶ διατριβάς, Rep. VIII, 561 a; πάντων τῶν κατὰ τὰ σώματα πόνων, körperliche Anstrengungen, Polit. 294 e; auch von gymnastischen Uebungen, Arist. Nic. eth. 1, 6, 4; vgl. τοὺς ἐπὶ τὰ γυμνάσια καὶ πόνους ἰόντας, Plat. Legg. I, 646 c. – Bei Thuc. 2, 49 Krankheit; – Xen. An. 7, 6, 9 τοὺς ἡμετέρους πόνους ἔχει, er hat den Ertrag, Gewinn unserer Anstrengung; so nennt Pind. P. 6, 54 den Honig μελισσᾶν τρητὸς πόνος; u. Aesch. Ag. 54 die Jungen δεμνιοτήρη πόνον ὀρταλίχων, wie ὠδίνων π. Eur. Phoen. 30, τεκτόνων Or. 1570.
-
2 συμ-πίπτω
συμ-πίπτω (s. πίπτω), zusammenfallen, -stoßen, -treffen; bes. im Kampfe, handgemein werden, σύν ῥ' ἔπεσον, Il. 7, 256. 21, 387; u. von zusammenstoßenden Winden, σὺν δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἔπεσε, Od. 5, 295; συμπεσεῖν αἰχμᾷ, Pind. I. 3, 69; Her. 1, 215; εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσὼν μάχης, Soph. Trach. 20, vgl. Ai. 462; u. εἰς νεῖκος, Her. 9, 55; πολλῆς ἔριδος συνέπεσε κλύδων, Eur. Hec. 118; auch ναῠς λάβρῳ κλύδωνι συμπεσοῠσα, I. T. 1393; ξυμπεσούσης νηῒ νεώς, Thuc. 7, 63; – zusammentreffen, übereinstimmen, ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγου, Eur. Troad. 1036; Her. absol., 9, 101; ὥςτε συμπεσέειν τὸ πάϑος τῷ χρηστηρίῳ, 6, 18. 7, 151; – zusammen einstürzen, πόλιν ὑπὸ σεισμοῠ ξυμπεπτωκυῖαν, Thuc. 8, 41; zusammenfallen, Plat. Phaedr. 245 e; ξυμπ εσὸν σῶμα, Phaed. 80 c, wie πρόςωπον συμπεπτωκός, ein zusammengefallenes, eingefallenes Gesicht, das durch Krankheit abgemagert ist, Jac. Philostr. imagg. p. 674; – συνέπεσε τῷ στρατηγῷ πρὸς τὰ γόνατα, fiel ihm zu Füßen, Pol. 39, 3, 1; – zu gleicher Zeit sich ereignen, sich zutragen, sich treffen, τοῖσιν αὐτουργίαι ξυμπέσωσιν μάταιοι, Aesch. Eum. 322; Ἀρισταγόρῃ δὲ συνέπιπτε τοῦ αὐτοῠ χρόνου πάντα ταῠτα συνελϑόντα, Her. 5, 36; πλεῖστοι κίνδυνοι εἰς τὸν αὐτὸν χρόνον, Isocr. 4, 71; καϑ' ἡμέραν, 2, 91; ἄλλα παϑήματα ξυμπίπτει, Plat. Polit. 270 d; ἡ μνήμη ταῖς αἰσϑήσεσι ξυμπ ίπ τουσα εἰς ταὐτόν, Phil 39 a; ἐν ᾑ συμπέπτωκεν ἅμα τό τε ποιεῖν καὶ τὸ ἐπίστασϑαι χρῆσϑαι το ύτῳ, Euthyd. 289 b, vgl. Rep. V, 473 d; – u. imperson., συνέπιπτε γὰρ καὶ τὸν ἐστιγμένον ἀπῖχϑαι, Her. 5, 35, u. mit folgdm ὥστε, 8, 15. 132. 141; ξυνέπεσε τὸν κήρυκα κηρῠξαι, Thuc. 4, 68. – Uebertr., hineingerathen in einen Zustand, verfallen in Etwas, κακοῖς τοιοῖςδε συμπεπτωκότα, Soph. Ai. 424, συμπίπτει φόνῳ, O. R. 113, und umgekehrt, ἀσϑένειά τις αὐτῷ συνέπεσεν, Plat. Tim. 17 a, ξυνέπεσεν εἰς τοῠτο ἀνάγκης, Thuc. 1, 49.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
Μακκάς, Μαθιός — (Αθήνα 1879 – 1965). Γιατρός. Το 1912 έγινε υφηγητής της χειρουργικής στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα χρημάτισε διευθυντής των χειρουργικών κλινικών του Ευαγγελισμού (1930) και του Ερυθρού Σταυρού (1930 35) και μέλος… … Dictionary of Greek
πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι … Dictionary of Greek
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
Ροβεσπιέρος, Μαξιμιλιάν Φρανσουά Ιζιντόρ — (Robespierre, Αράς 1758 – Παρίσι 1794). Γάλλος πολιτικός. Δικηγόρος, εξελέγη το 1789 αντιπρόσωπος στη Συνέλευση των Τάξεων. Τον Μάρτιο του 1790 έγινε πρόεδρος της λέσχης των Ιακωβίνων, αφού διακρίθηκε κυρίως για την αδιαλλαξία και την… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek